- γόγγρος
- ο (AM γόγγρος)τελεόστεος ιχθύς, χέλι τής θάλασσας, μουγγρίαρχ.ρόζος στον φλοιό τών δέντρων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λέξη μεσογειακής προελεύσεως μένει αναπόδεικτη. Πιθ. πρόκειται για δημώδη τ. που μπορεί να συσχετιστεί με τον τ. γογγύλοςανάγεται σε υποθετικό *γογγρός «στρογγυλός»].
Dictionary of Greek. 2013.